εκτόμηση

εκτόμηση
[-ις (-εως)] η кастрация (животных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εκτόμηση" в других словарях:

  • εκτόμηση — η εξαγωγή με τομή (εκτομή) γεννητικών οργάνων (ανδρών, γυναικών ή ζώων), ευνουχισμός …   Dictionary of Greek

  • εκτόμηση — η (ιατρ.), μουνούχισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …   Dictionary of Greek

  • εκτομίας — ο (Α ἐκτομίας) αυτός που υπέστη εκτόμηση, ευνουχισμένος, ευνούχος, μουνουχισμένος …   Dictionary of Greek

  • εκτομή — η 1. η αποκοπή, το κόψιμο. 2. (ιατρ.), η χειρουργική αφαίρεση οργάνου, μέλους ή όγκου του σώματος. 3. εκτόμηση (βλ. λ.). 4. το άνοιγμα που δημιουργείται από την εκτομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»